- χολώνω
- [-ώ (ο)] μετ. раздражать; сердить; выводить из себя
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χολώνω — χολώνω, χόλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χολώνω — χολῶ, όω, ΝΜΑ, μτγν. μέσ. τ. χολώομαι Α 1. διεγείρω την οργή κάποιου, εξοργίζω κάποιον 2. (συν. το μέσ. και παθ.) χολώνομαι, χολοῡμαι, όομαι εξοργίζομαι, θυμώνω αρχ. μεταβάλλομαι σε χολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος. Ο ενεστ. χολῶ / χολοῦμαι έχει… … Dictionary of Greek
χολώνω — χόλωσα, χολώθηκα, χολωμένος, κάνω κάποιον να θυμώσει, τον χολιάζω: Μην τον χολώνεις το διευθυντή σου, γιατί θα σου κάνει κακή έκθεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριχόλωτος — ον, Α εξαιρετικά μισητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρι + χολωτός «οργισμένος» (< χολῶ «χολώνω, θυμώνω»)] … Dictionary of Greek
χολώ — (I) άω, Α [χολή] 1. κατέχομαι από μελαγχολία («ὅ δὲ χολᾱν ποιεῑ, γάστριν καλοῡσι καὶ λάμυρον», Επικρ.) 2. οργίζομαι, χολώνομαι («ἐμοὶ χολᾱτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα ἐν σαββάτῳ», ΚΔ). (II) έω, Μ [χολή] οργίζομαι. (III) όω, Α βλ. χολώνω … Dictionary of Greek
χολώομαι — Α (μτγν. μέσ. τ.) βλ. χολώνω … Dictionary of Greek